Τις τελευταίες μέρες γίνεται πάλι λόγος για την ποσόστωση του 0,5% και για την επάρκεια των μελών της μειονότητας στην ελληνική γλώσσα. Το ζήτημα για τους κατοίκους της ορεινής περιοχής είναι ιδιαίτερα σημαντικό.

            Το ισχύον μοντέλο εκπαίδευσης δεν ταιριάζει στα πληθυσμιακά χαρακτηριστικά της Θράκης και στις ιδιαιτερότητες των κατοίκων της περιοχής μας. Αυτό δημιουργεί προβλήματα τόσο στην ελληνομάθεια, όσο και στις δυνατότητες εισαγωγής στα πανεπιστήμια.

            Το σύστημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σχιζοφρενικό: η μητρική μας γλώσσα δεν είναι αυτή που διδασκόμαστε στα σχολεία. Στο σπίτι μιλάμε άλλη γλώσσα, στο νηπιαγωγείο αρχίζουν τα παιδιά να γνωρίζουν την ελληνική, ενώ στο δημοτικό διδασκόμαστε υποχρεωτικά και την τουρκική. Παράλληλα, προστίθενται σταδιακά η αγγλική και κατ’ επιλογή η γαλλική ή η γερμανική. Η έκθεση σε τόσες πολλές γλώσσες έχει ως αποτέλεσμα τη μέτρια και ανεπαρκή γνώση όλων αυτών.

            Η ανάγκη άριστης γνώσης της ελληνικής είναι αυτονόητη και αυταπόδεικτη. Αυτονόητη θα έπρεπε να είναι και η στήριξη της μητρικής. Ωστόσο, πολλοί κάτοικοι της περιοχής μας απορούν για ποιο λόγο πρέπει να είναι παντού υποχρεωτική η τουρκική, όταν αυτό δεν αποτελεί επιθυμία τους. Ποια η χρησιμότητά της, αναρωτιούνται, όταν ούτε μητρική είναι, ούτε γλώσσα της χώρας που ζούμε. Αν κάποιοι επιθυμούν να τη μάθουν ως ξένη γλώσσα, θα μπορούσε κατ’ επιλογή να τους παρέχεται η δυνατότητα αυτή. Δεν έχει λογική να διδασκόμαστε βασικά μαθήματα (πχ μαθηματικά) στην τουρκική και αργότερα, μέχρι και στο πανεπιστήμιο, να μη γνωρίζουμε βασική ορολογία στα ελληνικά.

            Δυστυχώς το εκπαιδευτικό σύστημα στην περιοχή μας δε μας δίνει τις επιλογές που θέλουμε για να τελειοποιήσουμε την ελληνική. Ο κορμός της εκπαίδευσης στη Θράκη πρέπει να είναι υποχρεωτικά στα ελληνικά –από το νηπιαγωγείο μέχρι το λύκειο- και όλες οι γλώσσες που μιλιούνται από κάθε ομάδα της μειονότητας θα μπορούν να παρέχονται κατ’ επιλογή.          

Για Άτομα με Αναπηρία (ΑμεΑ)