Κορωνοϊός: Το θετικό ή αρνητικό τεστ δεν αρκεί!
Με βάση τις καθημερινές πλέον μεταλλάξεις του ιού, οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι χρειάζονται ακόμη μια ζωτική πληροφορία για να είναι περισσότερο σίγουροι για τα αποτελέσματα των τεστ. Το δεύτερο ''κύμα'' του κορωνοϊού σαρώνει ήδη ολόκληρο τον πλανήτη, οι ειδικοί ανά τον κόσμο αυξάνουν όλο και περισσότερο τον αριθμό των τεστ που πραγματοποιούν. Το ερώτημα που εγείρεται στην επιστημονική κοινότητα είναι το κατά πόσο τα μοριακά διαγνωστικά τεστ πρέπει πια να δίνουν και το ιικό φορτίο, πέρα από το αν κάποιος είναι θετικός ή όχι στον ιό. Αρκετοί επιδημιολόγοι και άλλοι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι, προκειμένου να υπάρχει μια καλύτερη εικόνα σε ποιο βαθμό ένας άνθρωπος μπορεί να μεταδώσει τον κορωνοϊό και να τον εξαπλώσει, τα αποτελέσματα των μοριακών τεστ θα είναι πολύ χρήσιμο να περιλαμβάνουν και μια ένδειξη για την ποσότητα του ιού στο σώμα ενός ανθρώπου. Η ένδειξη αυτή θα δείχνει το μέγεθος του φορτίου που υπάρχει περίπτωση να ''κουβαλά'' ένας ασθενής Όσο μικρότερη είναι η ένδειξη αυτή, τόσο μεγαλύτερο εκτιμάται το ιικό φορτίο.
Οι υποστηρικτές της ιδέας αυτής, βασίζονται σε νέες έρευνες που δείχνουν ότι η έξτρα αυτή πληροφορία θα βοηθήσει πράγματι τους γιατρούς να ξεχωρίζουν αφενός τους ασθενείς υψηλού κινδύνου να νοσήσουν σοβαρά από Covid-19, αφετέρου όσους είναι πιο μεταδοτικοί, συνεπώς θα πρέπει κατά προτεραιότητα να απομονωθούν και οι επαφές τους να ιχνηλατηθούν. Με λίγα λόγια, παρ' όλες τις δυσκολίες και τις ατέλειες που υπάρχουν κατά την αντιμετώπιση της πανδημίας, η γνώση του ιικού φορτίου μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά ισχυρή.
Τα μοριακά τεστ, για να ανιχνεύσουν πιο αποτελεσματικά τον ιό, χρειάζονται λοιπόν και αυτή την πληροφορία. Η ένδειξη του ιικού φορτίου θα ενισχύει περισσότερο την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων και θα κρίνεται με βεβαιότητα αν κάποιος είναι αρνητικός ή θετικός. Το πρόβλημα είναι ότι τα τεστ που βγαίνουν θετικά, μπορεί να διαφέρουν πολύ όσον αφορά την ένδειξη αυτή. Ένα τεστ με ένδειξη 12, δείχνει πως υπάρχει τουλάχιστον δέκα εκατομμύρια φορές περισσότερο ιικό φορτίο, σε σχέση με ένα δείγμα με ένδειξη 35. Μια επιπλέον δυσκολία είναι ότι όχι μόνο το ίδιο δείγμα ενός ανθρώπου μπορεί να δώσει διαφορετικές τιμές σε διαφορετικά μηχανήματα μοριακών τεστ, αλλά επίσης ότι διαφορετικά δείγματα από το ίδιο άτομο μπορούν να δώσουν διαφορετικούς αριθμούς (με άλλα λόγια η παρουσία του ιού στο σώμα ποικίλει).
Αυτή η αβεβαιότητα έχει έως τώρα ''φρενάρει'' τη χρήση της σκέψης αυτής, καθώς αρκετοί γιατροί τη θεωρούν μη αξιόπιστη ένδειξη. Μια άποψη που άλλοι δεν συμμερίζονται και γι' αυτό, άλλωστε, το θέμα βρίσκεται υπό συζήτηση στην επιστημονική κοινότητα. Αρχικές μελέτες είχαν δείξει ότι οι ασθενείς κατά τις πρώτες μέρες της λοίμωξης Covid-19 έχουν τιμές κάτω του 30, συχνά κάτω και του 20, κάτι που υποδηλώνει έντονη παρουσία του ιού. Όσο περνάει ο χρόνος και ο ιός βρίσκεται σε φάση ανάπτυξης, η τιμή της ένδειξης στα τεστ σταδιακά ανεβαίνει.
Πιο πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει ότι ένα μεγάλο ιικό φορτίο μπορεί να επηρεάσει σημαντικά πόσο μεταδοτικός είναι ένας ασθενής, αλλά και πόσο σοβαρά συμπτώματα θα έχει ο ίδιος. Έρευνα επιστημόνων που έγινε σε 678 νοσηλευόμενους ασθενείς με Covid-19, βρήκε ότι από όσους είχαν ένδειξη κάτω του 25 στα τεστ τους, το 35% πέθανε τελικά, έναντι ποσοστού θανάτων 18% για όσους είχαν ένδειξη 25 έως 30 και μόνο 6% για όσους είχαν πάνω από 30. Επίσης, οι επιδημιολόγοι μπορούν χάρη στην ένδειξη αυτή των τεστ να βγάλουν συμπεράσματα για την πορεία όχι μεμονωμένων ατόμων αλλά γενικότερα της επιδημίας σε ένα πληθυσμό. Αν βλέπουν πολλές χαμηλές τιμές στα τεστ, σημαίνει ότι η επιδημία επεκτείνεται, ενώ το αντίθετο συμβαίνει, όταν αυξάνονται διαχρονικά οι τιμές στα μοριακά τεστ.